κατηφίη — κατηφίη, ἡ (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. κατήφεια … Dictionary of Greek
κατήφεια — η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) [κατηφής] η κατάσταση ή η όψη τού κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.) αρχ. θλίψη που προκαλεί… … Dictionary of Greek
κατηφιᾶν — κατηφῑᾶν , κατήφεια dejection fem gen pl (epic doric ionic aeolic) κατηφῑᾶν , κατηφίη fem gen pl (doric aeolic) κατηφιάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) κατηφιάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κατηφιάω pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφιῶν — κατηφῑῶν , κατήφεια dejection fem gen pl (epic ionic) κατηφῑῶν , κατηφίη fem gen pl κατηφιάω pres part act masc voc sg κατηφιάω pres part act neut nom/voc/acc sg κατηφιάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κατηφιάω pres part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφίαι — κατηφί̱ᾱͅ , κατήφεια dejection fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) κατηφί̱ᾱͅ , κατηφίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)